Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015

Διονύσιος Σολωμός: "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι"

Φέτος για την 25η Μαρτίου έχουμε ένα αφιέρωμα στους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Διονυσίου Σολωμού. Ο Σολωμός είναι ένας από τους σημαντικότερους ποιητές μας. Η γιορτή της 25ης Μαρτίου είναι μία ευκαιρία για να γνωρίσουν τα νήπια τον θαυμαστό λόγο, τη μουσική και τη δύναμη των εικόνων, των Ελεύθερων Πολιορκημένων.
Ακολούθως ανεβάζω το κείμενο με την επιλογή από τα σχεδιάσματα, για όποιο/α συνάδελφο θα ήθελε να το ανεβάσει στο νηπιαγωγείο του/της.
Η μουσική που επέλεξα είναι από το ομώνυμο έργο του Γιάννη Μαρκόπουλου, όπως και από το Άξιον Εστί, του Μίκη Θεοδωράκη και του Οδυσσέα Ελύτη.

Το κείμενο της γιορτής:
Εισαγωγή – Μίκης Θεοδωράκης: Ναοί στο σχήμα του Ουρανού (μπαίνουν στη σκηνή)

Ήτανε Απρίλης του 1826. Πέντε χρόνια μετά την κήρυξη της επανάστασης. Για έναν ολόκληρο χρόνο οι Τούρκοι πολιορκούσαν το Μεσολόγγι.

Βρέθηκα σε έναν τόπο σκοτεινό και βροντερό, που σκιρτούσε σαν κλωνί από στάρι στο μύλο που αλέθει γρήγορα. Που κόχλαζε σαν το νερό που βράζει. Και τότε κατάλαβα πως ήτανε το Μεσολόγγι.
Αλλά δεν έβλεπα μήτε το κάστρο, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τη λίμνη, μήτε τη θάλασσα, μήτε τη γη που πατούσα, μήτε τον ουρανό. Τα σκέπαζε όλα, τα πάντα, μαυρίλα και πίσσα, γιομάτη λάμψη, βροντή και αστροπελέκι.


Και ύψωσα τα χέρια μου και τα μάτια μου να προσευχηθώ.
Και ιδού, μες στην καπνίλα, μία μεγάλη γυναίκα, με φόρεμα μαύρο σαν του λαγού το αίμα, που η σπίθα το άγγιζε κι έσβηνε.
Και με φωνή που μου φαινόταν πως νικάει την ταραχή του πολέμου άρχισε:

Τραγούδι και απαγγελία:

«Το χάραμα επήρα
Του Ήλιου το δρόμο,
Κρεμώντας τη λύρα

Τη δίκαιη στον ώμο
Κι απ' όπου χαράζει
Ως όπου βυθά,

Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.»


Παράμερα στέκει
Ο άντρας και κλαίει·
Αργά το τουφέκι
Σηκώνει και λέει:
«Σε τούτο το χέρι
Τι κάνεις εσύ;
Ο εχθρός μου το ξέρει
Πως μου είσαι βαρύ.»



Τῆς μάνας ὢ λαύρα!
Τὰ τέκνα τριγύρου
Φθαρμένα καὶ μαῦρα,
Σὰν ἴσκιους ὀνείρου·
Λαλεῖ τὸ πουλάκι
Εις τοῦ πόνου τὴ γῆ,
Καὶ βρίσκει σπειράκι,
Καὶ μάννα φθονεῖ.

12.000 άνθρωποι για 12 μήνες. Γυναίκες και άνδρες, νέοι, γέροι και παιδιά. Όλοι. Αποκλεισμένοι από τον κόσμο, μέσα στην πόλη τους, στον τόπο τους, στη γη τους. Κάποτε τα τρόφιμα σώθηκαν. Η πείνα άρχισε να τους θερίζει.


Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·1
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ' έχω γω στο χέρι;
Οπού συ μου 'γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».


Τραγούδι

Θάλασσα, γη, ουρανός, συγχωνευμένα. Επιφάνεια και βάθος συγχωνευμένα. Όλα πολιορκούν τους ανθρώπους.
Η ωραιότητα της φύσης που τους περιτριγυρίζει, αυξαίνει στους εχθρούς την ανυπομονησία να πάρουν τη χαριτωμένη γη, και στους τους πολιορκημένους τον πόνο ότι θα τη χάσουν.

Μουσική

Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
Κι όσ' άνθια βγαίνουν και καρποί, τόσ' άρματα σε κλειούνε.

Λευκό βουνάκι πρόβατα, κινούμενο βελάζει,
Και μες στη θάλασσα βαθιά, ξαναπετιέται πάλι,
Κι ολόλευκο εσύσμιξε με τ' ουρανού τα κάλλη.


Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ' έφθασε μ' ασπούδα,
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·
Το σκουληκάκι βρίσκεται σ' ώρα γλυκιά κι εκείνο.


Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·
Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.


Τρέμ' η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.
Μες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,
κι όταν θολώσουν τα νερά, κι όταν πληθύνουν τ' άστρα,
ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι οι βράχοι. 

 
Αρχίζει τραγούδι

Έστησ' ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,
κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκειά της ώρα,
και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.

Νερά καθάρια καί γλυκά, νερά χαριτωμένα,
χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,
και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους,
κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ αναβρύζει κι η ζωή σε γή, σε ουρανό, σε κυμα.

Αλλά στης λίμνης το νερό, που ακίνητό είναι κι άσπρο,
ακίνητο όπου κι αν ιδείς, και κάτασπρο ως τον πάτο,
με μικρόν ίσκιον άγνωρον, έπαιξε η πεταλούδα,
που είχε ευωδίσει τσ' ύπνους της, μεσα στον άγριο κρίνο.
«Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι 'δες;».

«Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
ουδέ όσο καν η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
γύρου σε κάτι ατάραχο που ασπρίζει μες στη λίμνη,
μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
κι όμορφη βγαίνει κορασιά, ντυμένη με το φως του!».

12.000 άνθρωποι για 12 μήνες. Όταν οι Τούρκου τους ζήτησαν να παραδοθούν απάντησαν:

«ΤΑ ΚΛΕΙΔΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΑ
ΣΤΙΣ ΜΠΟΥΚΕΣ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΙΩΝ.
ΕΛΑΤΕ ΝΑ ΤΑ ΠΑΡΕΤΕ.»


Μουσική

Aπόψε, ενώ είχαν τα παράθυρα ανοιχτά για τη δροσιά, μία από τις γυναίκες, η νεότερη, πήγε να τα κλείση. Αλλά μία άλλη, της είπε: «Όχι, παιδί μου. Άφησε να μπει η μυρωδιά από τα φαγητά. Πρέπει να συνηθίσουμε.”
Mεγάλο πράμα η υπομονή!
 

Και λέγοντας αυτά, ξανάνοιξε το παράθυρο και η πολλή μυρωδιά των αρωμάτων χύθηκε μέσα, και γέμισε το δωμάτιο. Kαι η πρώτη είπε: «Kαι το αεράκι μάς πολεμάει.»
Kαι άλλη είπε χαμογελώντας, να διηγηθή η καθεμία το όνειρό της.

Kαι μία είπε: «Mου φαινότανε ότι όλοι εμείς, άντρες και γυναίκες, παιδιά και γέροι, ήμαστε ποτάμια, κάποια μικρά, κάποια μεγάλα, κι’ ετρέχαμε ανάμεσα εις τόπους φωτεινούς, εις τόπους σκοτεινούς, σε λαγκάδια, σε γκρεμούς, απάνου κάτου, κι’ έπειτα εφθάναμε μαζί στη θάλασσα με πολλή ορμή. Kαι μες στη θάλασσα γλυκά βαστούσαν τα νερά μας.»
 
Kαι μία άλλη γυναίκα είπε: «Eγώ είδα δάφνες». «Kι εγώ φως».
Και μια άλλη είπε: «Και εγώ είδα μια φωτιά, και μια όμορφη κοπέλα που αστράφταν τα μαλλιά της.»
 
Kαι αφού όλες διηγήθηκαν τα ονείρατά τους, εκείνη που είχε το πεινασμένο παιδί είπε: «Να, και στα όνειρα συμφωνούμε, όπως συμφωνούμε στη θέληση και στα έργα μας.» Kαι όλες οι άλλες συμφώνησαν και ετριγύρισαν με αγάπη το παιδί της.
Πήρανε τη μεγάλη απόφαση. Βγήκανε σε μια έξοδο απελπισμένη. Και χάσανε. Όμως άξιζε, για τη λευτεριά!

Μίκης Θεοδωράκης – Οδυσέας Ελύτης: Άξιον Εστί (τα παιδιά γράφουν στον τοίχο τη λέξη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου